ξανανινιασμένος

ξανανινιασμένος
-η, -ο
ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + νινιασμένος, μτχ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. *νινιάζω (πιθ. < νεανιάζω), πρβλ. νιανιάς «ξεμωραμένος γέρος, ξεκούτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”